ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Δικαστική Συμπαράσταση
Στην ελληνική νομοθεσία, ο νομοθέτης έχει προβλέψει το θεσμό της δικαστικής συμπαράστασης με σκοπό αποκλειστικά και μόνο την προστασία του δικαστικά συμπαραστατούμενου, ο οποίος κατά κανόνα δεν διαθέτει την απαιτούμενη ικανότητα (διανοητική διάυγεια ), ώστε να δεσμεύεται νομικά από τις ενέργειες του, ή τη σωματική ικανοτητα να ενεργεί αυτοβούλως.
Δικαστική συμπαράσταση είναι η κατάσταση, στη οποία τίθεται ένα άτομο όταν αδυνατεί να μεριμνά για τις προσωπικές του και περιουσιακές του υποθέσεις, λόγω κάποια ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή νόσου ή εξαιτίας κάποιας σωματικής αναπηρίας, είτε λόγω τοξικομανίας και αλκοολισμού. Αναλυτικά, όπως ορίζεται στον ΑΚ «Σε δικαστική συμπαράσταση υποβάλλεται ο ενήλικος: 1. Οταν λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας αδυνατεί εν όλω ή εν μέρει να φροντίζει μόνος για τις υποθέσεις του, 2. όταν, λόγω ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού, εκθέτει στον κίνδυνο της στέρησης τον εαυτό του, το σύζυγό του, τους κατιόντες του ή τους ανιόντες του».
Διαδικασία
Ένα πρόσωπο τίθεται σε δικαστική συμπαράστασή, μετα από έκδοση οριστικής δικαστικής απόφασης, η οποία εκδίδεται από το αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο.
Αρμόδια πρόσωπα για την καταθεση της αν λόγω αιτησης στο ανωτερω Δικαστήριο , είναι, όπως προκύπτει από την ισχύουσα νομοθεσία, επί σωματικής αναπηρίας μόνο ο ίδιος ο πάσχων ενώ επί διανοητικής ή ψυχικής διαταραχής και , υπο διαφορετικές προϋποθέσεις, την αίτηση μπορεί να καταθέσει: ιδιος ο πασχων, ο σύζυγος, οι γονείς, τα τέκνα και ο Εισαγγελέας και αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο.
Το πρόσωπο το οποίο επιφορτίζεται με την σχετική εξουσία, ήτοι την εξουσια να εκπροσωπει τον πασχοντα και να ενεργει για λογαριασμο του ονομάζεται δικαστικός συμπαραστάτης, ενώ το όργανο που τον “επιβλέπει” εποπτικό συμβούλιο. Σκοπός του τελευταίου είναι ο έλεγχος του συμπαραστάτη και φυσικά η παροχή βοήθειας ή συμβουλών σε οσα θέματα τους ζητηθει. Να σημειωθει ότι προκύπτουν πολλές και διαφορετικές περιπτωσεις για τη διεκπεραίωση προσωπικών η περιουσιακών υποθέσεων του συμπαραστατουμενου και το εργο του συμβουλίου καθίστατα επιτακτικό. Βέβαια υπάρχουν και πράξεις που απαιτείται εκ νεου η άδεια του Δικαστηρίου στον συμπαραστάτη , ώστε να προχωρήσει μια διαδικασία.
Η διαδικασία ολοκληρώνεται με την έκδοση και της δικαστικής απόφασης.
Οι έννομες συνέπειες της κήρυξης της δικαστικής συμπαράστασης
Οι έννομες συνέπειες της δικαστικής συμπαράστασης διαφοροποιούνται ανάλογα με το είδος της δικαστικής συμπαράστασης. Έτσι το Δικαστήριο δύναται:
1) Να τον κηρύσσει ανίκανο για όλες (πλήρης) ή για ορισμένες δικαιοπραξίες (μερική), (στερητική δικαστική συμπαράσταση), είτε
2) Να ορίζει ότι για την ισχύ όλων (πλήρης) ή ορισμένων δικαιοπραξιών (μερική) απαιτείται η συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη (επικουρική δικαστική συμπαράσταση), είτε
3) Να αποφασίζει τον συνδυασμό των δύο προηγούμενων ρυθμίσεων.
Υπεύθυνος πλέον για όλες τις ενέργειες του δικαστικά συμπαραστατούμενου καθίσταται ο δικαστικός συμπαραστάτης, ο οποίος ανάλογα με το με το περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης, ενεργεί για λογαριασμό και στο όνομα του συμπαραστατούμενου ή εγκρίνει τις σχετικές του ενέργειες. Οποιαδήποτε ενέργεια πραγματοποιεί ο συμπαραστατούμενος, δίχως την έγκριση του Δικαστικού Συμπαραστάτη του δεν αναπτύσσει νομική ενέργεια και δεν έχει καμία ισχύ, γεγονός που βοηθάει αρχικά και τον ίδιο , αλλά και τους συναλλασσόμενους με αυτον.
Όπως προκύπτει από τη συνοπτική αναφορά της ανωτέρω διαδικασίας, η θεση σε δικαστική συμπαράσταση φαντάζει ως ο κατάλληλος τρόπος προστασίας ηλικιωμένων ή πασχόντων που αδυνατούν να φροντίσουν την προσωπική και περιουσιακή τους κατάσταση.